Новогреческий словарь
σχεδιαστήριο
σχεδιαστήριο
το 1)
чертёжная
(помещение);
2)
чертёжная доска
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чертёжная
? —
σχεδιαστήριο
как на
(ново)греческом
будет слово
чертёжная доска
? —
σχεδιαστήριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σχεδιαστήριο
? — чертёжная, чертёжная доска
#
(ново)греческий словарь
—
τρίγλυφος
—
πόνσεπτος
—
χωροβάτης
—
προβατοτροφία
—
μονόπραχτο
—
τανυτό
—
αθρακιά
—
εξοστούμαι
—
απορροφώμαι
—
σύμβαμα
—
εκατονταπλάσιο
—
δηκτικότητα
—
κοιτώνας
—
βαθιογάλαζος
—
μιγνύω
—
φλεμόνι
—
εμπροστέλλα
—
ολονυχτίς
—
ανταπάντηση
—
καρυάτιδα
—
ζεμάτισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве