|
бесплодный (тж. перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бесплодный? — ακάρπωτος как с (ново)греческого переводится слово ακάρπωτος? — бесплодный — επτατομικός — συννεφιασμένος — Αφρικανή — αεροδείκτης — χολορραγία — μελόδραμα — κοκκαλιάρης — αντασφαλιστικός — μπουκάλα — κολιέ — μισότριβος — αθάνατοι — αγροτόπαιδο — αδένας — αηδόνισμα — ηδονολάτρης — κοντολογίς — μετείκασμα — βυζί — ματαλέω — επισείω |
|||