|
нетерпкий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нетерпкий? — άστυφος как с (ново)греческого переводится слово άστυφος? — нетерпкий — αλειμματοκήριον — ελεεινώς — απογεύομαι — σωματάρχης — άλλαγμα — Πέφτη — μπακανιάζω — εξηναγκασμένος — επανέρχομαι — τροπή — νταής — ασβεστώδης — ατελεύτητος — δρόμος — ακαταγωνίστως — αστάλακτος — αχρηστεύομαι — υπαρξιστικός — εφοδίαση — αγρομέτρης — μεθοκόππι |
|||