|
η иеромения (обычай прекращать вражду в дни великих праздников) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иеромения? — ιερομηνία как с (ново)греческого переводится слово ιερομηνία? — иеромения — κλινοστρωμνή — στοματορραγία — σχεδιάγραμμα — είμαι — ακτινοσκόπηση — κατεδαφίζω — εκατόμβαττον — Εικοσιένα — Ρούσος — συγκεντροποίηση — μπούγιο — ψηφιδωτό — αλατζάς — ολοός — πατρυιός — κεντρικά — αφωτογραφιστός — ενθουσιαστικός — διαβατό — ανθοπώλισσα — εκτόδερμα |
|||