|
το штапель (ткань); ύφασμα ~ — штапельное полотно; από ~ — штапельный, из штапеля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штапель? — τσελβόλε как с (ново)греческого переводится слово τσελβόλε? — штапель — ίδιος — παραδοξολόγος — βολίζω — ξιφοφόρος — ακριβαναθρεμμένος — εκκολαπτήριο — χλόϊσμα — μπεχλιβάνης — προκαταβολικός — εφόδιο — φυσικοθεραπευτικός — οβιδοφόριο — χασμουρητό — οδαλίσκη — δοσμένα — ανήλιαστος — βουλή — αιματικός — νταής — ψευδοδίλημμα — οκτακοσαριά |
|||