|
το 1) питомец, воспитанник; είμαι γέννημα κι' ~ μοσχοβίτης — [phrase]я коренной москвич[/phrase]; 2) воспитание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово питомец? — ανάθρεμμα как на (ново)греческом будет слово воспитанник? — ανάθρεμμα как на (ново)греческом будет слово воспитание? — ανάθρεμμα как с (ново)греческого переводится слово ανάθρεμμα? — питомец, воспитанник, воспитание — ανταποδενκνύω — ευμετακόμιστος — αλληλόχρεος — αργείτικος — γρίππη — αρνοκάτσικα — ζωογεωγραφικός — λογικεύομαι — ποδίζω — κόκκινο — περιστασιακά — αναλακτίζω — τελωνίζω — καταλλήλως — εικοσάχρονος — άνωση — σφεντάμι — αλογάριαστα — βαττόμετρο — καμπανιστός — ορρός |
|||