|
το тюль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тюль? — τούλι как с (ново)греческого переводится слово τούλι? — тюль — ξερνω — επιπλουργός — γαϊδουροφόρτωμα — μηδένιση — δαιμονολάτρισσα — συνομολόγηση — νανάρισμα — απόγυρος — επενεκτέος — ανακάτεμα — ανεφοδιασμός — αυτοτελειοποίηση — αεριτζίνα — φέσα — στέφανο — φτηνός — ζωογονητικός — φακίρης — εξελέγξιμος — αγγελόσκιασμα — διεύρυνση |
|||