|
разваристый; варкий (прост.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разваристый? — καλόβραστος как на (ново)греческом будет слово варкий? — καλόβραστος как с (ново)греческого переводится слово καλόβραστος? — разваристый, варкий — καλωδιώνω — νοιώθω — συγκεντρωτικώς — αντικρουόμενος — εκθρονίζω — πεπονόσπορος — πλειστηριάζω — σχοινοτενώς — λιγοστεύω — αγαθεύω — μολύβδινος — επίρρημα — κάμινος — κραγιόν — γραμμοφωνώ — επταμηνιαίος — σαμπάνι — μισοξαπλωμένος — Ινδή — μπιρμπίλα — διαπιστευτήριο |
|||