|
το острота, шутка; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово острота? — ευφυολόγημα как на (ново)греческом будет слово шутка? — ευφυολόγημα как с (ново)греческого переводится слово ευφυολόγημα? — острота, шутка — αζαχάριαστος — ακούσιος — πράκτορας — ακαταλληλότητα — ακοσκίνητος — ενύπαρξη — αναπαίτητος — αντιπαρατάσσω — ιατρικός — αλεσιά — επιβεβαιωτικός — αποκαθηλώ — γυναικίσιος — ουζοποσία — εφυδραργορώνω — υγιής — ακτονόμος — καταπαύω — γύψος — ξεκαλοκαίριασμα — βαθύσκιος |
|||