Новогреческий словарь
εφκιέμαι
εφκιέμαι
(αόρ. εφκήθηκα) см. εύχομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εφκιέμαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πρωτοείδωτος
—
στέρεμα
—
ιδιοτροπία
—
αδιατήρητος
—
ελαιουργία
—
πάροδος
—
λιποειδής
—
αχωνευσία
—
αδαμαντοφόρος
—
αξύλιστος
—
σολέας
—
Μήνη
—
ρετσίνα
—
ασυκοφάντητος
—
ελαιογραφικός
—
εξήρα
—
εγνοιάζομαι
—
κουτός
—
ασντερεύω
—
σίζων
—
καβαλητός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве