|
το савватьяно (один из сортов винограда) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово савватьяно? — σαββατιανό как с (ново)греческого переводится слово σαββατιανό? — савватьяно — αιματοφόρος — σχολαστικισμός — ηλιοθρεμμένος — μικρανεψιός — άυπνος — σύγκλητος — καλύπτω — αρχαία — περιγράφω — μεταλλαγωγός — ταλαιπωρία — νιτρώδης — τοκισμός — παρονομάζομαι — σακχαρωτόν — λαντζιέρης — αλεξίβροχο — ογδόη — Αράπης — απρόσιτος — τολμηρότητα |
|||