|
(мн.ч. τά τάνκς) τό танк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово танк? — τάνκ как с (ново)греческого переводится слово τάνκ? — танк — απλήγωτος — υπερήφανος — πέμψη — δίκορκος — ωτικός — αστήθι — αντίμεμα — χαμογελαστά — προσεφύην — βροδυλαλία — εθνοκτόνος — ευθυντήριος — γρηά — αλληλοσπορά — μελιστάλαχτος — τεντωτός — δρέπανο — εισβαίνω — ξαναρράβω — προσαρμόζομαι — αϋφαντής |
|||