|
η 1) бурка; 2) тулуп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бурка? — κάπα как на (ново)греческом будет слово тулуп? — κάπα как с (ново)греческого переводится слово κάπα? — бурка, тулуп — κατακλινόμενος — δικολόγος — νυφικός — αφάρμακος — αριστερόθεν — δεκαπεντάκις — βεργασίά — λαστιχένιος — οφειλετικός — ανακαλυπτικός — καθημερινός — διαφθείρω — λυγάω — περιστατικό — μπλε — αλλάζω — δεινοπαθής — πασσάλειμμα — λαϊκίστρια — φουρκάς — ξεψείρισμα |
|||