|
αόρ. от πέφτω, πίπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έπεσα? — — συγκολλητικός — φλεβοτομία — κοκκωβίνα — μερεμετίζω — χελιδόνιον — προστυχών — εννέα — γαρώνω — κεράστης — δασοτέχνης — δαιδαλώδης — μεταξοσκώληκας — ισόχωρος — υποχωρητικός — αποθαρρεύω — ενδιατρίβω — εκπηγάζω — δολιχοκρανία — διγώνιος — γωνιωτός — ψευδολόγημα |
|||