|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκπρόθεσμα? — — ατοπία — καρδιοτοκογράφημα — διαπέμπω — επανδρώνω — κουτσοφλέβαρος — αγνωμοσύνη — ετερομορφισμός — αναξιοπιστία — εξουσιοδοτώ — καμπουριάζω — σηκώνομαι — άγος — αδιαβροχοποιούμαι — αεριωθούμενο — υδροθερμικός — παρασόλι — πασχίζω — καταστηματαρχίνα — κουδούνα — ολικός — κοσμόπολη |
|||