Новогреческий словарь
περιωρισμένος
περιωρισμέν|ος
ограниченный, недалёкий
(о человеке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ограниченный
? —
περιωρισμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
недалёкий
? —
περιωρισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιωρισμένος
? — ограниченный, недалёкий
#
(ново)греческий словарь
—
γρανίτσα
—
κολοκύθα
—
αχάμνια
—
οινοσκόπιο
—
άρμ
—
οινοπνευματώδης
—
αντιχρόνου
—
ευχαριστιέμαι
—
πολυειδής
—
αποστρέβλωση
—
ανθρωπολόγος
—
ποικιλωδία
—
αποψινός
—
αντιρρησίας
—
συγύρισμα
—
επιτονόδεσμος
—
αναγνωσματογράφος
—
ηλεκτροπληξία
—
περιμαζεύομαι
—
ηλιόφεγγο
—
Χιλιανή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве