|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρνοκόπαδο? — — υπεραστικός — απαιτητικότητα — γαβαθωτός — θλιμμένος — ιικός — κοπρόστομος — χειροκρατώ — κάπα — αναμονή — μαγνητόνιο — κομπρέσσα — μεγάκυκλος — χρυσογόνος — απολυτρώτρια — εναντίος — σπάθα — απομετρώ — φωτοταχύμετρο — φριχτά — φαλτσαριστός — πεταλούδα |
|||