|
αόρ. от εποικώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επώκησα? — — φορμαλιστικός — ζητεύω — νομοτελεστικόν — καταδικασθείς — σειρά — μαλακτικό — κομματισμός — αχάλαστος — πολυνομία — πνευματολογία — αμυγδαλομάτης — λαχανόφυλλο — δραστικός — φανέρωση — νύφη — προαίσθηση — αντίχτυπος — μερομήνια — ανυψώνω — παρήλιος — παραέχω |
|||