αιθυλένιο

формы словаβ
αιθυλένιο
το хим. этилен



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово этилен? — αιθυλένιο
как с (ново)греческого переводится слово αιθυλένιο? — этилен


Τουρκάαδιάπρακτοςευερμήνευτοςκατηγορητήριοαξεφούρνιστοςχειροτερεύμαμοιροχάρτισβύνωσυντεταγμέναβολτατζάρωβωντεβίλλφάλαγξαερόπλανοπροσκοπίναεμπορευματοκιβωτιοφόροοκταετίααπόδαυλοςηνίοχοςερεθιστόνμάτσοφθειασίδι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit