|
филос. гносеологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гносеологический? — γνωσιολογικός как с (ново)греческого переводится слово γνωσιολογικός? — гносеологический — κατσοόφιασμα — σοσιαλιστικοποίηση — εμπυάζω — φύλαρχος — παχυντικός — κανονίζω — Φαίδρα — επιστάτισσα — εναποθηκεύω — βροντόσαυρος — κανάτας — ρακιτζό — άχρηστος — λατινοκρατία — άυλος — χερσώνω — συγκάνω — ασουρωτός — γλυκοθύμητος — φλυκταινώδης — χεροκάμωτος |
|||