|
ο голландец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово голландец? — Ολλαντέζος как с (ново)греческого переводится слово Ολλαντέζος? — голландец — πειθαναγκασμός — φημίζω — δεξιά — φαεννός — αγαλλιάζω — ανέβγαλτος — κόζι — Έρμης — εξερχόμενος — καλοπουλώ — απλαστικός — εμπορευματοκιβώτιο — στραβοκυττάζω — εκδίκαση — στοιχειοθέτης — μεγαλήτερος — κλασμένος — στιχηδόν — διαγουμιστής — αξύριστος — μοντεράτο |
|||