|
η шутка; острота; άς λείψουν (или νά λείπουν) οι ~ες — [phrase]шутки в сторону[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шутка? — αστειότητα как на (ново)греческом будет слово острота? — αστειότητα как с (ново)греческого переводится слово αστειότητα? — шутка, острота — κεντρικότητα — ζηλιάρης — εταίρα — θερμαγωγός — διασκελω — φιξάρισμα — υποκινήτρια — πλιάτσικο — τρομάζω — στέρνο — τριακονταετής — αδιχοτόμητος — ιχθυοφάγος — ενάλιος — περιοριστικός — επιψηφίζω — τυμβωρύχος — αβούλητος — ατμόσφυρα — υποδαύλιση — Φλαμανδός |
|||