|
το ступень, ступенька #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ступень? — σκαλί как на (ново)греческом будет слово ступенька? — σκαλί как с (ново)греческого переводится слово σκαλί? — ступень, ступенька — ηλιοτροπισμός — αναπλαστική — ναυπηγία — Ινδοκινέζα — χαμπαρίζω — δυσκοιλιότητα — ακριβαγάπητος — ταύτα — ανάδιπλος — αντίποινο — γιουρουστίζάω — Ξάνθη — ωσμωτικός — ξύω — πλουτολογία — συμψηφισμός — ακαθίδρυτος — επαρχία — ψιλορωτάω — προδότισσα — γλυκοκυματίζω |
|||