|
τα мн.ч. от χούι привычки (тж. дурные); навыки (в работе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привычки? — χούγια как на (ново)греческом будет слово навыки? — χούγια как с (ново)греческого переводится слово χούγια? — привычки, навыки — αδικοθάνατος — τριήρης — κοκκινολαίμης — λιοπερίβολο — ρόϊδο — πανελλαδικός — δόγα — ενυπόστατος — ξηροκέφαλος — δεντροφίδα — αξιοποιήσιμος — συγγενολόι — υπεργολάβος — αγκιστρώνω — πριονιστήριο — φρεατωρύχος — σκατόψυχος — σπογγαλιείας — γκιούλαϊ — αγνώμων — πούλι |
|||