|
το укол; укус (насекомого и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово укол? — κέντισμα как на (ново)греческом будет слово укус? — κέντισμα как с (ново)греческого переводится слово κέντισμα? — укол, укус — άγαλος — λέσι — μιλω — ανεμόφαντος — διλετταντισμός — φυγόκεντρος — πλάσιμο — εσάς — εθελοτυφλία — ψυχολάτρισσα — μαγνητόμετρο — αποχρωματίζομαι — δίοπος — επανδρώνω — άριστα — έγκληση — υποτροπιάζων — αδερφομοιράδι — νεροχύτης — κορνιζοπωλείο — κλάδεμα |
|||