|
η штык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штык? — μπαγιονέττα как с (ново)греческого переводится слово μπαγιονέττα? — штык — αναπηρία — ζουγκρανιά — κλαρίνο — άνευρος — ομιχλώδης — ποτηριά — κλινοσανίδα — ασταλτος — δειλιώ — ανθρακοπώλης — πιλοτάρω — πετσετοθήκη — αυτοκρατόρισσα — κωλομάγουλο — ξάγρυπνος — γυροβόλι — σκήτη — χώμος — εξέδραμον — άϋπνος — εκρέω |
|||