|
(-εως) η зоол. ластохвост #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ластохвост? — υδρόφις как с (ново)греческого переводится слово υδρόφις? — ластохвост — βιαιοπαθής — τρελάρας — ξεμώραμα — βρωμιούχος — ετερόσημος — πυγαίος — δημαγωγὠ — ατυποποίητος — καταναλωτισμός — τσούξιμο — πληρεξούσιος — ρετουσάρω — σκορποχέρης — ρύπασμα — όμβριος — ποιότητα — αμπελήσιος — κούτελο — κονγκρέσσο — αφεύκτως — ανεβάζω |
|||