|
русифицировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово русифицировать? — εκρωσίζω как с (ново)греческого переводится слово εκρωσίζω? — русифицировать — μετανιώνω — ομολογία — αντιπαρατάσσω — βορράς — πληγιάζω — γκαστρωμένη — διαμπερώς — μίσθιος — διαλάληση — διάτηξις — μονημεριάτικος — μελισσώνας — καταλαγιάζω — εκτοπιστικός — σιταρόσπορο — σφαιροβολία — βιοπαλαίω — διαλλακτικότητα — αιματολογικός — απήδητος — μαυροβουσκιά |
|||