|
: γιαβάς - γιαβάς — потихоньку, очень медленно; неповоротливо #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γιαβάς? — — σουρπιά — αστιγματισμός — κλεψίμι — πικραίνομαι — μυγούλα — αγριόχηνα — τακτοποιημένος — ραδιοεντοπιστής — ξιπασιά — δηκτικότητα — συμμορίτισσα — φαλακρώνω — δίνομαι — αγωνιστικός — αρχειομαρξισμός — οδοντωτός — αδόλωτος — θεσπισμένος — ερτσιανά — οξαλικός — πυκνόρρευστος |
|||