|
с.-х. вторично вспаханный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вторично вспаханный? — δίβολος как с (ново)греческого переводится слово δίβολος? — вторично вспаханный — αφορισμός — γδάρτης — προσχεδιασμένος — στερεώνομαι — καταμήνυση — κρησαρίστρα — εφτάδυμος — Κύπρος — διαιτολόγος — σκάρος — άστεγος — σαρανταρίζω — κατευθυντήριος — αντωθώ — ραΐζω — άβουλος — ανεπίχριστος — ολοφώτεινος — συγυρίζομαι — εναρβρώνω — διγλωσσία |
|||