|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово απολεπιστικός? — — ροδοκόκκινος — δασονομία — απροξένευτος — αιματοσταγής — ζυμώνω — ανάγλυκος — απροίκιστος — δενδροφυτεύω — αίγαγρος — μεγαλοπράγμων — γεγονός — στρέψη — έγχυση — τρελογιατρός — υπόλογος — πνευμάτωση — οδοντικός — αλλάζομαι — προτίμηση — τυλιχταρούδι — μπουμπούκιασμα |
|||