|
(-ήρος) ο дробилка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дробилка? — συνθλαστήρας как с (ново)греческого переводится слово συνθλαστήρας? — дробилка — μινωικός — στιγματισμένος — οφθαλμιώ — ανατυπώνω — ετήσιος — στριφτάλι — ώχηστρα — δυσπραγία — εβίβα — ζωέμπορος — κελαϊδώ — κρεατόβεργα — εξηγιούμαι — αρρωσταίνω — τίγκα — γεροντότερος — ξαγναντεύω — αντιστοίχως — εξωκυττάρωση — μυτοτσίμπιδο — σκουντώ |
|||