|
брызгать пеной (о пиве и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово брызгать пеной? — αφρορροώ как с (ново)греческого переводится слово αφρορροώ? — брызгать пеной — δωσίλογος — ντέρτικος — γαλιάντρα — αρχάγγελος — ετερόπτωτος — μπογιατζίδικο — φρενολόγος — υπομνηματίζω — τετράπαχος — χώνω — εκφυλίζομαι — σμύρνα — εξανδραποδίζω — πούς — αστάρομα — Σταμάτης — χυδαιοποίηση — δικτυοπλόκος — ορθοστάτης — αρνησίθρησκος — αδιατάραχτος |
|||