|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γαριδούλα? — — κοκαλώνω — τέμπο — σωματάρχης — μητροπολιτικός — δαιμονιώ — τεχνάζομαι — περιστασιακός — καγκελλαρία — πρωτόκολλο — ψιμμυθιωμένος — αλληλόφιλος — ημιανοψία — πάσπαλη — βαθμίδα — ανεμοκίνητος — λοφοσειρά — βάθρο — ανελίσσω — λίστρον — σύντονος — κολαστικός |
|||