|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δίριχτος? — — τσελιγγόπουλο — σονέττο — παράγοντας — ξανθωπός — εποστράκισμα — εξοπλιστής — πρεσβυγένεια — ηλιομετρία — συγκλονίζω — λαήνα — εμμελής — καντιανισμός — χιονώδης — βαρύγνωμος — απιστομιούμαι — μορμηγκοφάγος — πολυφορτώνω — κολεόπτερα — άχραντος — κατασκευαστός — φτυώ |
|||