|
ο племянник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово племянник? — ανεψιός как с (ново)греческого переводится слово ανεψιός? — племянник — δηλητηριάστρια — ζωοφάγος — πιομένος — αχαμπήλωτος — πρόσφυξ — κυβόλεξο — γεροντοπαλλήκαρο — λησμονιούμαι — αποδίδω — εχινόζωα — αγροζημία — βλητρω — νεκρωτικός — απαριθμητής — ενδεκάμηνος — κόνικλος — ευφυολογία — παραγιός — ανακατανέμω — μαργιολιά — ξεπουπούλιασμα |
|||