|
η виолончелист, виолончелистка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово виолончелист? — βιολοντσελλίστρια как на (ново)греческом будет слово виолончелистка? — βιολοντσελλίστρια как с (ново)греческого переводится слово βιολοντσελλίστρια? — виолончелист, виолончелистка — πανώγραμμα — σορόπι — ποδήρης — βορβουλιά — μέρεμα — μικρόμυαλος — αυτοενέργεια — μεθερμηνεύω — ναυαρχείο — ενυπόγραφος — δεκαπλασίασμός — αυγώνω — μεντούρι — κλαπατσίμπαλα — απομαθαίνω — κοκκινογούλι — άπαρσις — τιμάρεμα — βαθέως — αρδευτής — κουρασμένος |
|||