|
η фракийка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фракийка? — Θρακιώτισσα как с (ново)греческого переводится слово Θρακιώτισσα? — фракийка — ωοπαραγωγή — αποθησαυρισμός — μπιζελιά — αυτοσχεδίασμα — αχυροκάλυβο — υγιεινολογία — Τυροφάγος — ρεγχάζω — αναφλεγμαίνω — ημίμετρα — κωμωδιογράφος — βακχεία — εκατοχρονίτης — απονίβομαι — αγρολήπτης — νέαση — πεζογραφικός — σερνικοβότανο — σπογγαλιέας — αρτίδιον — ακηλίδωτος |
|||