|
το опивки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опивки? — απόπιωμα как с (ново)греческого переводится слово απόπιωμα? — опивки — γυαλωσύνη — εμφυτευτήριον — κοπελλούδα — γαγγραίνωσις — μονάρχης — γιούργια — καθισματάκι — φουρτουνιασμένος — θράκια — τετράγλωσσος — χειρουργός — υλοποίηση — ακαβάλλητος — υπεξαγωγή — αβδελλωκόκκαλο — σουμάδα — γαλακτερά — καμηλοπάρδαλη — κεφαλόβρυση — αγριόκοττα — σούρτης |
|||