Новогреческий словарь
αδάκτυλος
αδάκτυλ|ος
беспалый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
беспалый
? —
αδάκτυλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδάκτυλος
? — беспалый
#
(ново)греческий словарь
—
πιανιστικός
—
μελιτοεξαγωγή
—
εξηγητέος
—
σέβασμα
—
μετεμψυχώνομαι
—
λαγουδέρα
—
αποδυνάμωση
—
τυροκόμος
—
λωρίδα
—
ξαρμύρισμα
—
εγγυητικός
—
απρόσμενα
—
ψηλοτάβανος
—
επιφανειούχος
—
χαμαιφυής
—
αντήνεμον
—
αόρατος
—
κολοσσός
—
σωβινιστικός
—
θραύω
—
χεδροπά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве