|
фиолетовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фиолетовый? — ιόχρους как с (ново)греческого переводится слово ιόχρους? — фиолетовый — δεκτικός — εξακοντισμός — αρχαιοσυλλέκτης — καλλιεργητικός — εξόμετρο — μαρμαρόχτιστος — αψός — στεατουργείο — ανθελληνικός — ευσυγκινησία — σχολιό — μικροεπιχειρηματίας — σιτηρά — δημεύω — υπαλληλικός — μεταλλευτικός — κοκαϊνομανία — ψάξιμο — διαπαιδαγώγηση — πλάκωμα — θορυβημένος |
|||