|
ο попутчик (в транспорте) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово попутчик? — συνεπιβάτης как с (ново)греческого переводится слово συνεπιβάτης? — попутчик — αλλόφρων — βελονόκαρφο — υδατογράφημα — υδρολυσία — στρέμμα — κανάγισσα — γκαγκάβα — προαγωγεύω — γεροξεκούτης — ξαναμηνώ — επανορθώνω — ψιλοτραγουδάω — πάσσο — ραδιοτηλεγραφητής — τακτικότητα — πλειονοψηφία — τραμβάι — ελαττωματικότητα — αλουστράριστος — αποβλητος — συριακός |
|||