συνεπιβάτης

формы словаβ
συνεπιβάτης
ο попутчик (в транспорте)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово попутчик? — συνεπιβάτης
как с (ново)греческого переводится слово συνεπιβάτης? — попутчик


αλλόφρωνβελονόκαρφουδατογράφημαυδρολυσίαστρέμμακανάγισσαγκαγκάβαπροαγωγεύωγεροξεκούτηςξαναμηνώεπανορθώνωψιλοτραγουδάωπάσσοραδιοτηλεγραφητήςτακτικότηταπλειονοψηφίατραμβάιελαττωματικότητααλουστράριστοςαποβλητοςσυριακός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit