|
ο дающий жизнь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дающий жизнь? — ζωοδότης как с (ново)греческого переводится слово ζωοδότης? — дающий жизнь — λιποβορής — ποταμόψαρο — εκδηλωτικά — θελκτικά — πάρσιμο — σαρκώδης — λαμπαδάριος — λάπα — πέρδικα — προσποίηση — μυρωδάτος — οφιοειδή — στυγερός — ανησυχώ — προσωποκράτηση — αιδεσιμώτατος — όρκος — ακόνισμα — γαρνίρω — φάσγανον — σχέδιο |
|||