|
физиол. диастолический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово диастолический? — διαστολικός как с (ново)греческого переводится слово διαστολικός? — диастолический — αναπολόγητος — ξηροβατικός — σφοδρότητα — φασόμετρο — παράγραφος — παντοτινά — σφυροπέλεκυς — βάσιμος — απαρτίζομαι — σερβίτσιο — μαγιόξυλο — θεόκουτος — στάντζος — πολυπόθητος — κονδυλοφόρος — αγαμιαίο — σμηναρχία — ξαγοράζω — Νοέμβριος — χαιρέκακος — παραπανιστός |
|||