Новогреческий словарь
εξετρίβην
εξετρίβην
παθ. αόρ. от εκτρίβω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξετρίβην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λαμπαδηδρόμος
—
κατσούφικα
—
ψαθάς
—
τρεμούλιασμα
—
οίκαδε
—
ανασταλτός
—
χούλιγκαν
—
ελεφάντινος
—
αιματοπότης
—
αντίληψη
—
μάρμαρο
—
νυχτικός
—
αντίθετος
—
σκυλάκι
—
υπερυπουργείο
—
τριημερία
—
επιβατηγόν
—
φανάρι
—
ζωγράφα
—
εγκολπώνομαι
—
εισάγομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве