|
παθ. αόρ. от εκτρίβω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξετρίβην? — — αντέτι — τρικλός — πρίν — δίνηση — υπηρέτρια — αβαθμίδωτος — περσικός — τρυσμός — καταλαλητής — τεκνογονία — ασύμπονος — ανίερα — νυμφών — τραγανός — κένωση — πρόχειρα — κλώστρα — οξαλικός — ικτερικός — μόχθος — παρωδώ |
|||