|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μηλόπευκο? — — κοπρίτισσα — εφεδρεία — νομή — κορνιζάδικο — ατμοπλοϊκώς — δασκαλοφέρνω — γρανιτοειδής — σημαντικότητα — μετασταθμεύω — ανετοίμαστα — προικιό — κελύφι — γνωστοποίηση — πυροσβεστική — εκπροσωπώ — κονσουμασιονίστα — αδιανέμητος — εφαρμόσιμος — προεόρτια — γοργοδρόμος — επεμβασίας |
|||