|
с повязанной головой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово с повязанной головой? — κεφαλοδεμένος как с (ново)греческого переводится слово κεφαλοδεμένος? — с повязанной головой — θολοσκέπαστος — καθαρότητα — ανακριβής — αγκαθοτόπι — κάθεμα — βασιβουζουκισμός — ακριβοζυγιάζω — σούζο — ανθρακόκονη — μεταλλικό — φιλοζωϊκός — υδροχρωμάτισμα — παστερίωση — γδαρτός — κονίασις — αθορύβητος — βροντώ — ερημικός — σφακελισμός — πάσχα — ξέφρενος |
|||