|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρδαμωμένος? — — κυνικότης — γαϊδουρινός — δόμημα — πιονέρικος — τσελιγκοπούλα — δεκεμβριανός — ταμαχιάζω — αμάρευμα — κηλίμι — αρχιεπισκοπεία — βρασμός — σακκουλήσιος — μούσκουλη — μώλος — αποθησαυριστής — πόδισμα — συγκυριακός — αδελφοκτόνος — ρόχαλο — ηδύνω — μειλίχιος |
|||