καρδαμωμένος

формы словаβ
καρδαμωμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καρδαμωμένος? —


κυνικότηςγαϊδουρινόςδόμημαπιονέρικοςτσελιγκοπούλαδεκεμβριανόςταμαχιάζωαμάρευμακηλίμιαρχιεπισκοπείαβρασμόςσακκουλήσιοςμούσκουλημώλοςαποθησαυριστήςπόδισμασυγκυριακόςαδελφοκτόνοςρόχαλοηδύνωμειλίχιος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit