|
η материнство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово материнство? — μητρότητα как с (ново)греческого переводится слово μητρότητα? — материнство — δευτερολεπτοδείκτης — βαργεστίζω — γόμφος — κονγκρέσσο — ασφαλτωμένος — σφραγιδόλιθος — γαλακτοκόμος — βιβλιοθηκονόμος — άπατος — υποκειμενικότητα — διαλλάσσω — γαλανάδα — αφοδευτήριο — διακλάδωση — χηρευάμενος — οσοσδήποτε — ταμπουρας — Ατσιγγάνα — συναπτός — σαγήνευμα — τετρα- |
|||