|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλληλοεπηρεαζόμενος? — — απρόβλεπτος — απαραφύλακτος — μέγεθος — κόμις — πρόοδος — ασφάλιστρο — γύπας — ζευκτό — υπαγόρευση — χεροκρατιούμαι — τρίκωχος — λιθοβολώ — βούζούνι — καβαλλάρισσα — ανάρτηση — ρώ — χρηστοήθης — λαζούρι — βατσίνα — ακυρωσία — μηχανικό |
|||