αλληλοεπηρεαζόμενος

формы словаβ
αλληλοεπηρεαζόμενος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αλληλοεπηρεαζόμενος? —


απρόβλεπτοςαπαραφύλακτοςμέγεθοςκόμιςπρόοδοςασφάλιστρογύπαςζευκτόυπαγόρευσηχεροκρατιούμαιτρίκωχοςλιθοβολώβούζούνικαβαλλάρισσαανάρτησηρώχρηστοήθηςλαζούριβατσίναακυρωσίαμηχανικό




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit